- ασκηθής
- ἀσκηθής, -ές (Α)1. ο αβλαβής, ο σώος2. ο ασφαλής3. ο γνήσιος, ο ανόθευτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < α-στερ. + *σκήθος «βλάβη, ζημιά», το οποίο συνδέεται με μια γερμανική και κελτική ομάδα λέξεων (πρβλ. γοτθ. skapis «βλάβη, ζημιά», ιρλ. scathaim «παραλύω, ακρωτηριάζω»), υπό την προϋπόθεση ότι το θ. προέρχεται από ινδοευρ. *th].
Dictionary of Greek. 2013.